πολυαρχια

πολυαρχια
    πολυαρχία
    πολυ-αρχία
    ἥ полиархия, многовластие Thuc., Xen.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "πολυαρχια" в других словарях:

  • πολυαρχία — πολυαρχίᾱ , πολυαρχία command fem nom/voc/acc dual πολυαρχίᾱ , πολυαρχία command fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυαρχίᾳ — πολυαρχίαι , πολυαρχία command fem nom/voc pl πολυαρχίᾱͅ , πολυαρχία command fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυαρχία — η καθεστώς ή κατάσταση όπου εξουσιάζουν, κυβερνούν πολλοί: Η πολυαρχία κάνει δύσκολη τη λήψη αποφάσεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυαρχία — η, ΝΜΑ [πολύαρχος] καθεστώς στο οποίο η εξουσία ασκείται από πολλά πρόσωπα νεοελλ. 1. εξουσία που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ενότητας 2. (φιλοσ.) φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία ο κόσμος αποτελείται από πολλά αυτοτελή στοιχεία,… …   Dictionary of Greek

  • πλουραλισμός ή πολυαρχία — (pluralismus). Η φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία η πραγματικότητα αποτελείται όχι από μια, αλλά από πολλές αυτοτελείς ουσίες, που μπορούν να θεωρηθούν ως ανώτατες αρχές ή ρίζες των όντων. Ο όρος επινοήθηκε από το Γερμανό φιλόσοφο Κρίστιαν Βολφ… …   Dictionary of Greek

  • πολυαρχίας — πολυαρχίᾱς , πολυαρχία command fem acc pl πολυαρχίᾱς , πολυαρχία command fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυαρχίαι — πολυαρχία command fem nom/voc pl πολυαρχίᾱͅ , πολυαρχία command fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυαρχίαν — πολυαρχίᾱν , πολυαρχία command fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυαρχιῶν — πολυαρχία command fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυαρχίαις — πολυαρχία command fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυαρχικός — ή, ό, Ν [πολυαρχία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πολυαρχία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»